- ξαναμιλώ
- (α) 1. μετ. снова обращаться (к кому-л.); снова разговаривать (с кем-л.);
δεν θα σε ξαναμιλήσω — я больше с тобой разговаривать не буду;
2. αμετ. снова говорить, беседовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν θα σε ξαναμιλήσω — я больше с тобой разговаривать не буду;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναμιλώ — 1. μιλώ ξανά 2. συζητώ πάλι, ξανακουβεντιάζω … Dictionary of Greek
μεταμιλώ — μεταμιλῶ (Μ) ξαναμιλώ με κάποιον … Dictionary of Greek
μετασυντυχαίνω — (Μ) ξαναμιλώ, παίρνω τον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν τυχαίνω «ομιλώ, συνομιλώ»] … Dictionary of Greek